Λαιστρυγόνες

Λαιστρυγόνες
Λαιστρυγών
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαιστρυγόνες — Μυθολογικός λαός. Επρόκειτο, σύμφωνα με την παράδοση, για ανθρωποφάγους γίγαντες, στη χώρα των οποίων έφτασε ο Οδυσσέας (Οδύσσεια, κ, 80 134). Όταν οι σύντροφοί του βγήκαν να εξερευνήσουν την περιοχή, οι Λ. τους οδήγησαν στα ανάκτορα, όπου ο… …   Dictionary of Greek

  • Lestrygons — Illustration de John Flaxman pour l’Odyssée (1810) Les Lestrygons (en grec ancien Λαιστρυγόνες / Laistrugónes) sont, dans la mythologie grecque, un peuple mythique féroce et canni …   Wikipédia en Français

  • Лестригоны — (Laestrygones). Дикое мифическое племя людоедов, куда заехал между прочим Одиссей. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) ЛЕСТРИГОНЫ (λαιστρυγονες) , в греческой мифологии… …   Энциклопедия мифологии

  • Lestrigones — Ilustración de John Flaxman para la Odisea (1810). Los lestrigones, en griego Λαιστρυγόνες, Laestrygónes, eran una tribu mitológica de gigantes antropófagos. La tradición sitúa a los lestrigones en Sicilia oriental o en la costa de Cerdeña. En la …   Wikipedia Español

  • ЛЕСТРИГОНЫ —    • Laestrygǒnes,          Λαιστρυγόνες, дикое племя великанов людоедов, жившее, по Гомеру, на далеком неизвестном западе, где ночи были так коротки, что «пастух, пригонявший стадо, приветствовал пастуха выгонявшего» (Ноm. Od. 10, 81 cл.). Из… …   Реальный словарь классических древностей

  • Laestrygones — LAESTRYGŎNES, um, Gr. Λαιστρυγόνες, ων, (⇒ Tab. XI.) eine Völkerschaft, die man insgemein auf der italienischen Küste in dem nachmaligen Campanien suchet. Hor. III. 17. 1. Daselbst soll sie ihren Aufenthalt um die Stadt Formien gehabt haben. Plin …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Σικανία — Αρχαιότατη ονομασία της Σικελίας. Για το όνομα της Σικανίας υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μια είναι ότι οφείλεται στο Σικανό, γιο του Βριάρεω και πατέρα των Κυκλώπων. Η άλλη είναι πως προέρχεται από το λαό των Σικανών, που ήρθαν και κατοίκησαν πρώτοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”